διαθερμασία

διαθερμασία
διαθερμ-ᾰσία, ,
A warming effect, Epicur. Fr.58.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαθερμασία — η (Α διαθερμασία) [διαθερμαίνω] η διαθερμία αρχ. πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση …   Dictionary of Greek

  • διαθερμασίας — διαθερμασίᾱς , διαθερμασία warming effect fem acc pl διαθερμασίᾱς , διαθερμασία warming effect fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”